- κοπαδιαστός
- -ή, -ό [κοπαδιάζω]αυτός που αποτελεί κοπάδι, αγέλη, πλήθος, αυτός που είναι μαζί με άλλους πολλούς.επίρρ...κοπαδιαστάκατά αγέλες, με τρόπο κοπαδιαστό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοπαδιαστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αποτελεί μαζί με άλλους κοπάδι. Τα χελιδόνια έφευγαν κοπαδιαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγελαίος — α, ο 1. εκείνος που ζει σε αγέλη, κοπαδιαστός: Τα πρόβατα είναι ζώα αγελαία. 2. χυδαίος, του σωρού: Τα λόγια του και το φέρσιμό του είναι αγελαία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)